βασκαντούρα
Смотреть что такое "βασκαντούρα" в других словарях:
βασκαντήρα — βασκαντήρα, η και βασκαντούρα, η το φυλαχτό: Έχω βάλει στο παιδί μου βασκαντούρα για το κακό το μάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)